- αδολίευτος
- -η, -οειλικρινής, ευθύς: Σ' όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος αδολίευτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδολίευτος — ἀδολίευτος, ον (Μ) [δολιεύομαι] ο άδολος* … Dictionary of Greek
ἀδολίευτον — ἀδολίευτος not concealed masc/fem acc sg ἀδολίευτος not concealed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολιεύτων — ἀδολίευτος not concealed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδολος — η, ο επίρρ. α απονήρευτος, αδολίευτος: Συνδεόταν μαζί του με άδολη φιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)